- ἀτιμάζεσκε
- ἀτῑμάζεσκε , ἀτιμάζωhold in no honourimperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλακίδα — η (ΑΜ παλλακίς, ίδος) γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς επίσημο γάμο, σε αντιδιαστολή και προς τη νόμιμη σύζυγο και προς την εταίρα («παλλακίδος... τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἀτιμάζεσκε δ ἄκοιτιν», Ομ. Ιλ.) αρχ. ιέρεια που παλλακευόταν για λόγους… … Dictionary of Greek